ἀγρύπνουν

ἀγρύπνουν
ἀ̱γρύπνουν , ἀγρυπνέω
lie awake
imperf ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic)
ἀ̱γρύπνουν , ἀγρυπνέω
lie awake
imperf ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)
ἀγρυπνέω
lie awake
imperf ind act 3rd pl (attic epic doric)
ἀγρυπνέω
lie awake
imperf ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… …   Dictionary of Greek

  • Εσσαίοι ή Εσσηνοί — Οπαδοί ενός από τα κυριότερα θρησκευτικά ρεύματα που αναπτύχθηκαν στον εβραϊκό κόσμο πριν από την εμφάνιση του χριστιανισμού· είναι γνωστοί από πληροφορίες που δίνουν ο Φίλων, ο Φλάβιος Ιώσηπος και ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος. Σήμερα πιστεύεται ότι… …   Dictionary of Greek

  • αγρυπνώ — αγρύπνησα, αγρυπνισμένος 1. μένω άγρυπνος: Αγρύπνησα και δεν μπορώ να δουλέψω. 2. προσέχω, φροντίζω: Οι ένοπλες δυνάμεις κάθε χώρας αγρυπνούν για την ασφάλειά της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”